Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπὶ ἵππου

См. также в других словарях:

  • ASINIS — apud Veteres vehebantur tantum humiliores, ait Salmas. mas. ad Lamprid. in Antonino Heliogabalo, c. 4. Sed Semianirica facta sunt Senatusconsulta ridicula, de legibus matronalibus; quae quô vestitu incederent quae pilentô, quae equô sagmariô,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Iota — Iota Inhaltsverzeichnis 1 Ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· 2 ἰδιώτης …   Deutsch Wikipedia

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • σχήμα — Χαρακτηρίζεται έτσι στα μαθηματικά κάθε υποσύνολο του επίπεδου είτε του συνηθισμένου χώρου. Έτσι οι καμπύλες (επίπεδες είτε όχι), οι επιφάνειες, τα στερεά του χώρου, τα μέρη του επίπεδου, που αποτελούν το εσωτερικό μιας απλής κλειστής καμπύλης… …   Dictionary of Greek

  • MONATOR — Hesychio μονάτωρ, κέλης, ἵππος καὶ ἱππαςτὴς, καὶ εἶδος νεὼς καὶ μονάτωρ, celes, equus et eques, et navigii species et monator; Sic enim Latini e Graeco dixerunt equum singularem et αζευκτον, aliter simplum, in veteri Epigramm. de Circo. Lunae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MULAE Foecundae — in Phrygia, Syria, Cappadocia et Africa. Aristoteles Histor. Animal. l. 6. c. 36. Ε᾿ισὶ δὲ εν Συρίᾳ ὁι καλούμενοι ἡμίονοι, ἕτερον γένος τῶ εν συνδυασμοῦ γινομένων ἵππου καὶ ὄνου, ὅμοιοι δὲ τὴν ὄψιν, Sunt in Syria muli dicti ab iis diversi generis …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… …   Dictionary of Greek

  • κατεβαίνω — (AM καταβαίνω, Μ και κατεβαίνω και κατηβαίνω) 1. βαίνω προς τα κάτω, έρχομαι από υψηλότερο σημείο σε χαμηλότερο, κατέρχομαι (α. «κατεβαίνω τη σκάλα» β. «οὐρανόθεν καταβάς», Ομ. Ιλ.) 2. κατέρχομαι από κάπου (α. «κατέβηκε από το αυτοκίνητο» β.… …   Dictionary of Greek

  • κροκών — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν βασιλιάς της χώρας που βρισκόταν στους Ρειτούς, μεταξύ Αθήνας και Ελευσίνας. Η χώρα αυτή ονομαζόταν επί Παυσανία «Κρόκωνος βασίλεια». Σύμφωνα με την παράδοση, ο Κ. ήταν γαμπρός του Κελεού (βασιλιά της Ελευσίνας),… …   Dictionary of Greek

  • κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»